σάντολο

σάντολο
το, Ν
ναυτ. τύπος αραβικού αλιευτικού πλοιαρίου καθώς και μικρού σκάφους που χρησιμοποιείται στις διώρυγες τής Βενετίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sandolo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”